διακοσμητικός

διακοσμητικός
-ή, -ό (Α διακοσμητικός, -ή, -όν) [διακοσμώ]
1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή είναι χρήσιμος στη διακόσμηση
νεοελλ.
1. ασήμαντος, επουσιώδης («διακοσμητικό πρόσωπο» — άνθρωπος χωρίς προσωπικότητα ή χωρίς πραγματική εξουσία)
2. φρ. «διακοσμητικά φυτά» — καλλωπιστικά φυτά
3. το θηλ. ως ουσ. η διακοσμητική
α) η διακόσμηση
β) το σύνολο τών τεχνών και ειδικοτήτων που σχετίζονται με τη διακόσμηση
γ) ο ρυθμός τής διακόσμησης
αρχ.
αυτός που συντελεί στη διαρρύθμιση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • διακοσμητικός — ή, ό 1. που αποσκοπεί ή είναι χρήσιμος στη διακόσμηση: Πολλά μπαλκόνια στις πόλεις είναι γεμάτα με διακοσμητικά φυτά. 2. χωρίς σημασία για την ουσία, ασήμαντος: Η παρουσία μου στη ζωή του είναι εντελώς διακοσμητική. 3. το θηλ. ως ουσ.,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διακοσμητικά — διακοσμητικός regulative neut nom/voc/acc pl διακοσμητικά̱ , διακοσμητικός regulative fem nom/voc/acc dual διακοσμητικά̱ , διακοσμητικός regulative fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διακοσμητικόν — διακοσμητικός regulative masc acc sg διακοσμητικός regulative neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μανουελινός, ρυθμός — Διακοσμητικός ρυθμός στην πορτογαλική αρχιτεκτονική της εποχής του βασιλιά Μανουέλ A’ (1495 1521). Την περίοδο εκείνη όταν η Πορτογαλία γνώρισε αξιόλογη καλλιτεχνική, πολιτική και οικονομική ανάπτυξη. Το μ. στιλ διακρίνεται για τη φαντασία και τη …   Dictionary of Greek

  • διακοσμητικοῦ — διακοσμητικός regulative masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διακοσμητικῇ — διακοσμητικός regulative fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • ίον — (Yonne). Νομός της κεντροανατολικής Γαλλίας (7.427 τ. χλμ., 333.221 κάτ. το 1999) στη Βουργουνδία. Πρωτεύουσα του νομού είναι η πόλη Οσέρ. Ο νομός διασχίζεται από τον ομώνυμο ποταμό και τους παραποτάμους του Κιρ, Σερέν και Αρμανσόν. Στο… …   Dictionary of Greek

  • ακουαμαρίνα — Παραλλαγή του ορυκτού βηρυλλίου (βλ. λ.) που χαρακτηρίζεται από υποκύανο έως έντονο γαλάζιο χρώμα, και οφείλεται στην παρουσία οξειδίων του σιδήρου. Είναι από τους ευρύτατα χρησιμοποιούμενους διακοσμητικούς λίθους και απαντάται σε γρανιτικά… …   Dictionary of Greek

  • γκραβούρα — Είδος έντυπης παράστασης, κυρίως σε χαρτί ή παρόμοιο υλικό. Δημιουργείται με τη βοήθεια ειδικών πλακών, στις οποίες έχει χαραχτεί το σχέδιο που προορίζεται για εκτύπωση. Οι παραστάσεις αυτές έχουν αισθητική αξία και κοσμούν συνήθως σελίδες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”